Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ποιεῖν τινί τι

См. также в других словарях:

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

  • προαγορεύω — Α [αγορεύω] 1. λέω ή διακηρύσσω κάτι προηγουμένως, εκ τών προτέρων 2. συμβουλεύω εκ τών προτέρων, νουθετώ («πολλοῑς προαγορεύειν τὰ μὲν ποιεῑν, τὰ δὲ μὴ ποιεῑν», Ξεν.) 3. προλέγω, προφητεύω 4. (ιδίως για κήρυκα ή δημόσιο υπάλληλο) αγγέλλω,… …   Dictionary of Greek

  • σύμψηφος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που έχει εκλεγεί με κοινή ψήφο τού λαού και τού κλήρου αρχ. 1. αυτός που ψηφίζει την ίδια γνώμη, σύμφωνος («καὶ ἡμᾱς συμψήφους χρὴ τῷ θεῷ γενέσθαι», Ρουφ.) 2. λογιστής 3. φρ. α) «σύμψηφον λαβεῑν τινα» έχω κάποιον ο οποίος θα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»